ἀντιστρόφων

ἀντιστρόφων
ἀντίστροφος
turned so as to face one another
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιστροφῶν — ἀντιστροφή a turning about fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους …   Dictionary of Greek

  • λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”